Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2018

Το ποτάμι

Ήθελε απλά ένα ποτάμι,
ανάμεσα σε εκείνον και σ' όλους αυτούς
που χαίρονται όταν πονάς.
Ανάμεσα σε εκείνον και σε όλους αυτούς
που μπορούν να ανακουφίσουν τις πληγές σου,
αλλά σου γυρίζουν την πλάτη.
Ανάμεσα σε εκείνον και σ' αυτούς
που το πιο ειλικρινές που θα ανακαλύψεις ποτέ πάνω τους,
θα είναι πάντα η καλοκαμουφλαρισμένη υποκρισία τους.
Ήθελε απλά ένα ποτάμι και μιαν όχθη,
στολισμένη με συστάδες δένδρων και θάμνων κατα μήκος αυτής,
που να του βαραίνει η σκιά τους την πλάτη,
να την σκεπάζει, να μην φαίνονται τα γδαρσίματα,
το σκισμένο πουκάμισο από τότε που προσπάθησε μια φορά να περάσει απ' τον φράχτη για λίγο Παράδεισο,
και που ποτέ δεν κατάφερε να βρεθεί απ' την άλλη μεριά.
Ήθελε απλά ένα ποτάμι, βαθύ,
χωρίς γέφυρα, ούτε βάρκα, ούτε σχεδία.
Να μην το διασχίζει κανείς,
και να χωρίζει έναν κόσμο στα δυο.
Να μιλάει μόνο στα δένδρα
και να του απαντούν τα πουλιά.
Να μιλάει στον αέρα
και να του απαντά το θρόισμα των φύλλων.
Να μιλάει στο ποτάμι
κι εκείνο να μορμυρίζει με γλυκούς κελαρυσμούς,
και το μόνο βάρος που θα σηκώσουν ξανά οι ώμοι του,
να είναι ο ίσκιος των δέντρων.
Ήθελε απλά ένα ποτάμι, λαγαρό, καθάρειο,
κι αυτός σπασμένο, ανεκρίζωτο σκαρί στην όχθη του,
να του θυμίζει τις θάλασσες που κάποτε ταξίδευε.
Κι έναν κορμό,
να γέρνει, στις υπνοφόρες νύχτες, τις έναστρες.
Κι όταν σηκώνει το βλέμμα απ' την ανταυγάζουσα ροή του ποταμού,
να το καρφώνει σ´ έναν διάσπαρτο ουρανό με άστρα.
Ουαί υμίν οι γελώντες νυν, ότι πενθήσετε και κλαύσετε.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου