Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Μολυβένιος Στρατιώτης


Είκοσι πέντε μολυβένιοι στρατιώτες, όλοι αδέλφια, κατασκευάστηκαν κάποτε από το λιώσιμο μιας παλιάς κουτάλας. Είχανε όπλο στον ώμο, ήτανε στητοί και φορούσανε στολές γαλαζοκόκκινες – πολύ χαρούμενες.
Δώρο σ'ενα παιδάκι για τα γεννέθλια του.
Τους έβγαλε όλους απ’ το κουτί και τους έστησε απάνω στο τραπέζι.

ΠΑΙΔΑΚΙ : Μολυβένια στρατιωτάκια! Εν-δυο…
εν-δυο…μεταβολή…ανάπαυση… Στρατιωτάκια, ΠΡΟΣΟΧΗ!
Πόσο μοιάζανε μεταξύ τους οι μολυβένιοι στρατιώτες! Μόνο ένας ήτανε μάλλον διαφορετικός. Είχε μόνο ένα πόδι, γιατί ήταν ο τελευταίος και δεν είχε απομείνει πολύ μολύβι’ κι όμως, στεκότανε στο ένα πόδι του το ίδιο σταθερά με τους άλλους που είχανε δύο.
Πάνω στο τραπέζι όπου τοποθετήθηκαν οι μολυβένιοι στρατιώτες υπήρχανε κι άλλα παιχνίδια. Ένα καταπληκτικό τρενάκι. Δέντρα πανέμορφα με πουλιά. Μια λίμνη φτιαγμένη από ένα κομμάτι καθρέφτη, και σ’ αυτή τη λίμνη κολυμπούσανε κάτι κύκνοι από χαρτί και καθρεφτίζονταν στην επιφάνειά της. Ένα λούνα-παρκ… και ένα κόκκινο κουτί! Να δούμε τι έχει μέσα; Όχι, όχι! Αυτό θα το ανοίξουμε μετά…
Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ένα χάρτινο κάστρο. Μπορούσες να κοιτάξεις μέσα από τα παραθυράκια του. Τι ωραία όλ’ αυτά ! Όμως το ωραιότερο παιχνίδι ήτανε μια δεσποινιδούλα στημένη στην ανοιχτή πόρτα του κάστρου. Χάρτινη κι αυτή, αλλά είχε υπέροχο φόρεμα από μουσελίνα, κορδέλα θαλασσιά στους ώμους, σαν εσάρπα, με χρυσοκλωστή στις άκρες. Το κορίτσι είχε τεντωμένα τα δυο του χέρια, γιατί ήταν χορεύτρια, κι είχε το ένα πόδι σηκωμένο τόσο ψηλά στον αέρα, που ο μολυβένιος στρατιώτης δεν το έβλεπε και νόμιζε πως είναι σαν κι αυτόν, μονοπόδαρη.

ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Αυτή είναι η ιδανική γυναίκα για μένα, σκέφτηκε, όμως η κοινωνική διαφορά μας είναι τεράστια : αυτή ζει σε κάστρο κι εγώ σ’ ένα κουτί – χώρια που είμαστε είκοσι πέντε άντρες εκεί μέσα, πού να τη φέρεις ! Αλλά δεν είναι κακό να τη γνωρίσω.
Έτσι εγκαταστάθηκε πίσω από μια ταμπακέρα που υπήρχε στο τραπέζι’ από εκεί παρατηρούσε άνετα τη νεαρή κυρία, η οποία εξακολουθούσε να στέκεται στο ένα πόδι, χωρίς να χάνει την ισορροπία της.


Έδυσε ο ήλιος και ήρθε η νύχτα με τα’ αστέρια και το χλωμό φεγγάρι.


Όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού πήγανε για ύπνο και τα παιδάκια στα κρεβάτια τους. Άραγε τους είπανε παραμύθια; Δεν τους είπανε; Ποιος το ξέρει;
Τώρα ήταν η σειρά των παιχνιδιών να παίξουν.
Το τρενάκι έτρεχε ανάμεσα στα δέντρα –τσαφ,τσουφ, τσαφ τσουφ-. Τα ανθρωπάκια κουνιόντουσαν στο λούνα-παρκ και γελούσαν. Οι κύκνοι στη λίμνη πιτσιλιόντουσαν και πολεμούσαν με τα φτερά τους…
Οι μολυβένιοι στρατιώτες θορυβούσαν μέσα στο κουτί τους γιατί θέλανε κι αυτοί να παίξουν.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΑΚΙΑ : Ανοίχτε μας! Θέλουμε να χορέψουμε!
Αλλά το κουτί δεν άνοιγε…
Οι μόνοι που δεν πήραν μέρος στη γιορτή, ήταν ο μολυβένιος στρατιώτης και η μικρή χορεύτρια. Αυτός, στητός στο ένα του πόδι, δεν πήρε ούτε μια στιγμή τα μάτια του από πάνω της.
Χτύπησε δώδεκα!
άνοιξε το καπάκι της ταμπακέρας’ αλλά δεν είχε μέσα καπνό’ ξεπήδησε ένας μικρός φασουλής κατάμαυρος, σαν αυτούς που πετάγονται μ’ ελατήριο στα παιδικά παιχνίδια.


ΦΑΣΟΥΛΗΣ : Στρατιώτη ! Πού κοιτάζεις συνέχεια ;
Αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης προσποιήθηκε ότι δεν τον άκουσε.

ΦΑΣΟΥΛΗΣ : Καλά, θα τα πούμε αύριο !


Την άλλη μέρα το πρωί τα παιδιά σηκώθηκαν απ’ το κρεβάτι, κι ο μολυβένιος στρατιώτης τοποθετήθηκε στο περβάζι του παραθύρου. Παραμένει άγνωστο αν υπαίτιος είναι ο φασουλής ή ο αέρας, αλλά σε λίγο το παράθυρο άνοιξε απότομα κι ο μολυβένιος στρατιώτης έπεσε με το κεφάλι από το τρίτο πάτωμα στο δρόμο.
Τι φοβερή πτώση ! Το ένα του πόδι στριφογύρισε πολλές φορές στον αέρα. Στριφογύριζε! Στριφογύριζε! Στριφογύριζε!
Τέλος ο στρατιώτης προσγειώθηκε απάνω στο καπέλο του κι η ξιφολόγχη χώθηκε ανάμεσα σε δυο πλακάκια του δρόμου.
Η καμαριέρα και το αγοράκι έτρεξαν αμέσως’ αλλ’ αν και παραλίγο να τον πατήσουνε, δεν μπορούσαν να τον βρουν Αν ο μολυβένιος στρατιώτης είχε φωνάξει «Εδώ είμαι !» θα τον εύρισκαν εύκολα, όμως αυτός σκέφτηκε:


ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Είναι ανάρμοστο για στρατιώτη με στολή να ζητάει βοήθεια.
Τότε άρχισε να βρέχει. Όλο και χοντραίναν οι σταγόνες, κι έπιασε μπόρα κανονική. Όταν σταμάτησε, πέρασαν δύο αγόρια. Το ένα είπε :


ΑΓΟΡΑΚΙ : Κοίτα αυτό το μολυβένιο στρατιωτάκι ! Θα κάνει την πρώτη του βαρκάδα.

Φτιάξανε λοιπόν μια βάρκα από ένα κομμάτι εφημερίδα, βάλανε μέσα το στρατιώτη, αφήσανε τη βάρκα στα νερά του ρείθρου του πεζοδρομίου κι έτρεχαν δίπλα της χτυπώντας τα χέρια τους.


ΑΓΟΡΑΚΙ α’: Δες, δες πώς σκαμπανεβάζει η βαρκούλα!


ΑΓΟΡΑΚΙ β’: Τι γρήγορα που στριφογυρίζει! Θα ζαλιστεί ο στρατιώτης!


ΑΓΟΡΑΚΙ α’: Μπα! Δεν κουνάει ούτε βλέφαρο. Κοιτάζει ίσια μπροστά του με το όπλο σφιγμένο στον ώμο του.
Ξαφνικά βάρκα πέρασε μέσα από ένα μεγάλο λούκι.
Ο στρατιώτης βρέθηκε στο σκοτάδι, σαν να τον είχανε κλείσει και πάλι στο κουτί με τους άλλους.


ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Ααααα! Βοήθεια! Χάνομαι! Κατρακυλάω! Τι άλλο θα μου συμβεί; σίγουρα φάρσα του φασουλή είναι ! Αχ, μακάρι να ήταν εδώ στη βάρκα και η κοπέλα… δε θα μ’ ένοιαζε όσο σκοτάδι κι αν είχε !
Ακριβώς εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε ένας αρουραίος που ζούσε στο λούκι.


ΑΡΟΥΡΑΙΟΣ : Έχεις διαβατήριο ;


Αλλά ο μολυβένιος στρατιώτης έμεινε σιωπηλός κι έσφιξε τ’ όπλο στον ώμο του. Η βάρκα συνέχισε την πορεία της κι ο αρουραίος την ακολούθησε. Έξαλλος από θυμό, έδειχνε τα δόντια του και φώναζε σε ξυλαράκια κι άχυρα :


ΑΡΟΥΡΑΙΟΣ : Σταματήστε τον, σταματήστε τον ! Δεν πλήρωσε διόδια και δεν μου ‘δειξε το διαβατήριό του !
Αλλά το νερό γινόταν όλο και πιο ορμητικό. Ο μολυβένιος στρατιώτης μόλις που πρόλαβε να δει το φως της ημέρας όταν βγήκε από το λούκι, γιατί την ίδια στιγμή άκουσε ένα μουγκρητό που θα φόβιζε και την πιο γενναία καρδιά. Φαντάσου ! στο τέλος της σήραγγας το νερό έπεφτε κατακόρυφα σ’ ένα πολύ μεγαλύτερο αυλάκι’ αυτό ήταν τόσο επικίνδυνο για τον μολυβένιο στρατιώτη όσο θα ήτανε για μας να πέφταμε από ψηλό καταρράχτη.


Ο στρατιώτης σχεδόν δεν μπορούσε πια να σταθεί όρθιος.


Η βάρκα είχε πάρει φόρα κι ο καημένος προσπαθούσε να είναι όσο καμαρωτός κι ακίνητος γινόταν. Τότε η βάρκα έκανε μερικές στροφές γύρω από τον εαυτό της κα γέμισε νερά’ θα βούλιαζε. Ο μολυβένιος στρατιώτης στεκότανε με το νερό μέχρι το λαιμό, η βάρκα βυθιζότανε, το χαρτί μούλιαζε’ το νερό κάλυψε το κεφάλι του στρατιώτη’ αυτός σκέφτηκε την όμορφη χορεύτρια, που δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ, και στο νου του ήρθαν οι στίχοι :


ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Περιπέτειες πολλές στη γραμμή την πρώτη,
κίνδυνοι θανάτου περιμένουν το στρατιώτη.
Το χαρτί έλιωσε κι ο μολυβένιος στρατιώτης άρχισε να βυθίζεται’ αλλά την ίδια στιγμή τον κατάπιε ένα μεγάλο ψάρι.


Ω, τι σκοτεινά που ήτανε !


Χειρότερα απ’ ό,τι στο λούκι, και βέβαια πολύ στενά. ‘Όμως, απτόητος ο μολυβένιος στρατιώτης, συνέχισε να στέκεται όρθιος με τ΄ όπλο στον ώμο.
Το ψάρι στριφογύριζε εδώ κι εκεί κι έκανε κινήσεις παράξενες’ κάποτε ηρέμησε. Ξαφνικά μέσα στην κοιλιά του ψαριού άστραψε κάτι. Το φως της μέρας έλαμψε κι ακούστηκε μια φωνή : «Το μολυβένιο στρατιωτάκι !»
Κάποιος ψαράς είχε πιάσει το ψάρι, το πούλησε στην αγορά, κάποιος τ’ αγόρασε και το ΄φερε στην κουζίνα του σπιτιού και τώρα η μαγείρισσα το καθάριζε μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι.
Η μαγείρισσα άρπαξε από τη μέση τον μολυβένιο στρατιώτη με τα δύο της δάχτυλα και τον πήγε στο σαλόνι, όπου όλοι θέλανε να δούνε τον γενναίο που βρέθηκε στο στομάχι ενός ψαριού…


Ο πολεμιστής μας δεν ήταν καθόλου περήφανος. Τον έπλυναν λοιπόν, τον έβαλαν στο τραπέζι και – πώς όλα τα απίθανα συμβαίνουνε σ’ αυτό τον κόσμο ! ο στρατιώτης διαπίστωσε ότι βρισκότανε στο ίδιο δωμάτιο απ’ όπου είχε ξεκινήσει. Είδε τα ίδια παιδιά, τα ίδια παιχνίδια στο τραπέζι κι ανάμεσά τους το θαυμάσιο κάστρο με την πεντάμορφη χορεύτρια, η οποία στεκόταν ακόμα στο ένα πόδι και το άλλο το είχε μετέωρο στον αέρα. Ήτανε κι αυτή ακίνητη κι απτόητη.


Πόσο συγκινήθηκε ο μολυβένιος στρατιώτης !


Την κοίταξε, τον κοίταξε κι αυτή, σκέφτηκαν πολλά.
Σκέφτηκαν πολλά αλλά κανένας τους δεν είπε λέξη…


Ξάφνου ένα από τα παιδάκια πήρε τον στρατιώτη και τον έριξε αδιάφορα στο τζάκι.
Το παιδάκι δεν είχε κανένα λόγο να το κάνει αυτό, σίγουρα όμως εδώ είχε βάλει το χεράκι του ο φασουλής.


Ο μολυβένιος στρατιώτης στεκότανε τώρα μέσα στις φλόγες. Καιγότανε. Δεν ήξερε βεβαίως αν αυτή η κάψα ήταν αποτέλεσμα της πραγματικής φωτιάς ή της φλόγας της αγάπης. Είχε χάσει εντελώς το χρώμα του. Εάν αυτό συνέβη κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής του ή ήταν αποτέλεσμα ισχυρών συναισθημάτων, δεν έγινε γνωστό. Κοίταξε την κοπέλα, τον κοίταξε κι αυτή. Τότε ο μολυβένιος στρατιώτης αισθάνθηκε να λιώνει.


ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ : Νοιώθω σα να είμαι από χαρτί / κι ανάβω καίγομαι απ’ της καρδιάς μου την φλόγα…


Μια πόρτα κατά τύχη άνοιξε, ο άνεμος παρέσυρε τη χορεύτρια, που σαν συλφίδα, πετάχτηκε στο τζάκι, δίπλα στον μολυβένιο στρατιώτη.


Κορώσανε κι οι δύο – και χαθήκανε ! Λιώσανε κι οι δυο στις φλόγες της αγάπης. Το άλλο πρωί, όταν η υπηρέτρια μάζεψε τις στάχτες, βρήκε μια μολυβένια καρδιά κι ένα χρυσό δαχτυλίδι..

Hans Christian Andersen



1 σχόλια:

Σταλαγματιά είπε...

Είναι από τα αγαπημένα μου παραμύθια.
Βέβαια η απόδοση είναι δική μου γιατί το βρήκα μόνο σε θεατρικό :)))

Λοιπόν για την μουσική που με ρώτησες,
θα κάνεις εγγραφή σε αυτό το site http://www.mixpod.com/
και μέσα από αυτό θα φτιάχνεις λίστα και θα παίρνεις τον κωδικό και θα τον βάζεις στην ανάρτηση σου αλλά στην καρτέλα επεξεργασία.
Αν χρειαστείς περισσότερες διευκρινήσεις πες μου.

Καλή σου μερα!

Δημοσίευση σχολίου